- ανάξιο
- yakışmayan, denk düşmeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… … Dictionary of Greek
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
ανθοτύρι — το (κ. ανθότυρο κ. αθότυρο) (κ. ανθότυρος, ο) 1. είδος μαλακού εκλεκτού τυριού με πολύ πάχος, ανάλατη μυζήθρα, χλωροτύρι, τροφάλι 2. φρ. «δεν τρώει ο γάιδαρος αθότυρο» για άνθρωπο ανάξιο που επιδιώκει σπουδαία πράγματα … Dictionary of Greek
απαξιώ — (Α ἀπαξιῶ, όω) θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι («απαξιώ να απαντήσω») αρχ. 1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο 2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι … Dictionary of Greek
αρχίδιον — ἀρχίδιον, το (Α) [αρχή] μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα … Dictionary of Greek
βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek